- νίδες
- νίδες και, κατά τον Ησύχ., νιΐδες (Α)(κατά τον Φώτ.) «αἰδοῑα ἤ ὀρχίδια παιδίων».[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. είναι σικελικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔνιδες — εὖνις 1 reft of masc/fem nom/voc pl εὔ̱νιδες , εὖνις 2 bedfellow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεάνιδες — νεά̱νιδες , νεᾶνις girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανίδες — Τῑτᾱνίδες , Τιτανίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλανίδες — Ἑλλᾱνίδες , Ἑλληνίς Grecian woman fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)